τρηματοφόρα

τρηματοφόρα
Τάξη πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζόποδων ή, σύμφωνα με μερικούς ζωολόγους, ιδιαίτερη ομοταξία. Τα τ., που υποδιαιρούνται σε 45 οικογένειες, οι οποίες περιλαμβάνουν συνολικά περισσότερα από 16.000 είδη, είναι συχνά μικροσκοπικοί οργανισμοί, οι οποίοι αποτελούνται από ένα μόνο κύτταρο, που σχηματίζεται από την κυτοπλασματική μάζα, προικισμένη γενικά με ένα μόνο πυρήνα. Το πρωτόπλασμα εξάγει από το νερό ασβεστολιθικές ουσίες, τις συγκεντρώνει και τις μετατρέπει σε κρυστάλλους οι οποίοι, αφού ενωθούν, σχηματίζουν ένα είδος μικρού όστρακου από ανθρακικό ασβέστιο, που περιβάλλει το κύτταρο· σε πολλές περιπτώσεις το όστρακο αυτό είναι όμοιο με το όστρακο του ναυτίλου ή άλλων μαλακίων, με τα οποία συγχέονταν άλλοτε τα τ. Σε μερικά είδη η επένδυση έχει χιτινώδη σύσταση ή αποτελείται από ξένες ουσίες, ασβεστολιθικές ή σπανιότερα πυριτικές, συγκολλημένες και στερεοποιημένες μαζί. Το όστρακο, που υποδιαιρείται σε μία ή δύο στοές, έχει ένα μόνο άνοιγμα η πολλούς πόρους, από τους οποίους εξέρχονται λεπτά κυτοπλασματικά ψευδόποδα, που ονομάζονται ριζοπόδια, τα οποία χρησιμεύουν στην κίνηση και στη σύλληψη των μορίων των θρεπτικών οργανικών ουσιών. Σε σχέση με τον αριθμό των στοών, τα τ. διαιρούνται σε μονοθαλάμια και σε πολυθαλάμια· ανάλογα με τις διατρήσεις διακρίνονται σε διάτρητα ή αδιάτρητα (τα τελευταία έχουν μία μόνο οπή). Η δομή του όστρακου μπορεί να είναι 5 τύπων: οζοειδής, με τους συνεχείς θαλάμους τοποθετημένους σε ευθεία ή λίγο τοξοειδή γραμμή· ελικοειδής, με τους θαλάμους στρεφόμενους ελικοειδώς· κυκλική, με τους πρώτους συνεχόμενους θαλάμους ελικοειδείς και τους άλλους σε ομόκεντρους κύκλους· ιστοειδείς, με τους θαλάμους σε σειρές, διπλές ή τριπλές· ακανόνιστη, με τους θαλάμους συγκροτημένους κατά ποικίλο τρόπο. Τα τ. είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος θαλάσσια, μερικά ζουν σε λίμνες και αλμυρές λιμνοθάλασσες και ελάχιστα βρίσκονται στα γλυκά νερά.
* * *
τα, Ν
ζωολ. τάξη τών ριζόποδων πρωτοζώων στην οποία περιλαμβάνονται μικρά ζώα, συνήθως θαλασσόβια, ελεύθερα ή προσκολλημένα, τών οποίων το κυτταρόπλασμα προστατεύεται από περίβλημα διάτρητο σε ένα ή περισσότερα σημεία από όπου εξέρχονται τα ψευδοπόδια, αλλ. τρηματόκογχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηώκαινο — Η δεύτερη υποπερίοδος του καινοζωικού αιώνα ή τριτογενούς, η έναρξη της οποίας υπολογίζεται πριν από περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια. Διήρκεσε πιθανότατα 30 εκατομμύρια χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αποτέθηκαν ιζήματα συνολικού πάχους πάνω… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμοφόρα — τα τα τρηματοφόρα πρωτόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + φορος (< φέρω), πρβλ. μαρσιπο φόρα, τρηματο φόρα] …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”